- Ομοτονως
- ὉμοτόνωςὉμο-τόνωςс равным напряжением, с одинаковой силой
(φέρεσθαι Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(φέρεσθαι Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὁμοτόνως — ὁμότονος having the same tension adverbial ὁμότονος having the same tension masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομότονος — η, ο (Α ὁμότονος, ον) 1. αυτός που έχει τον ίδιο τόνο, την ίδια ένταση, ίση δύναμη 2. αυτός που έχει τον ίδιο μουσικό τόνο 3. γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο τονισμό νεοελλ. (για πυρετό, φλεγμονή κ.λπ.) αυτός που δεν παρουσιάζει διακυμάνσεις ή… … Dictionary of Greek